Η νέα γλώσσα του δρόμου που χρησιμοποιούν σκεϊτάδες και γκραφιτάδες, η γλώσσα που κουβάλησε το trap μαζί με τους αμερικανικούς ρυθμούς, η νέα «συνθηματική» γλώσσα που χρησιμοποιούν οι πιτσιρικάδες για να μην τους καταλαβαίνουν οι μεγαλύτεροι.

Η γλώσσα του δρόμου είναι η πιο ζωντανή και ως τέτοια εξελίσσεται συνέχεια. Τα ποδανά, οι αλβανικές λέξεις, οι αμερικάνικη αργκό, οι ιδιωματισμοί που προκύπτουν από τη γλώσσα των gamers και η ανάγκη να επικοινωνήσει η κάθε ομάδα με τους δικούς της κώδικες.

  • Κοίτα λοιπόν παρακάτω το λεξικό της νέας slang:
  • Dope (ντόουπ): κάτι που είναι πολύ καλό (Εννοείται).
  • Hood (χουντ): γειτονιά
  • Σκάω κάπου: πηγαίνω ή εμφανίζομαι κάπου
  • Στη γύρα: πηγαίνω όπου χρειάζεται για να βγάλω χρήματα
  • Flex (φλεξ): επιδεικνύω κάτι.
  • Struggle (στραγκλ): όταν αγωνίζεσαι σκληρά για να ζήσεις
  • Homie (χόμι): φίλος από παλιά
  • Fly (φλάι): κατι κουλ
  • Λέξεις για το «χόρτο»: τσιό, ου, ντούρου, μάνγκο, μπιτς, φου, νταφού, νταμίρα.
  • Λέξεις για τα χρήματα: Λεκ, γκαφς, γκαφρά, μαρούλι, κασέρι, πρασινάδα
  • Λέξεις για κοπέλες, γκόμενες: τσικ, τσικιό, τσικάκι, το ριλέ, η έτσι σου, γατούλα
  • Λέξεις για κάποιον που «χώνει» καλό skate: χώστης, σφυρί, κωλόσφυρο, κλινάτος, πατάει μόνο βίδες
  • Λέξεις για ναρκωτικά: κοκό, κοκόρι, κόκορας, χιονάτη (χιόνι = κοκαΐνη)
  • Καριέρα: κούραση, τράβηγμα, κάτι δύσκολο, π.χ.: – Αύριο πρέπει να ξυπνήσω 6 το πρωί. – Πωω, καριέρα, ρε φίλε.
  • Μπαφάρισμα: Όταν ασπρίζει κάποιος έναν τοίχο που έχει γκραφίτι και τα καταστρέφει
  • Τσούτσου: (σκληρή δουλειά για τσούτου) το τρένο, βάψιμο σε τρένο ή μετρό
  • Ρολά: (πάμε για ρολά) βάψιμο με μεγάλα κοντάρια σε ψηλά σημεία και τυφλές προσόψεις
  • Μπόμπα: παράνομο βάψιμο σε οποιαδήποτε επιφάνεια με κίνδυνο σύλληψης
  • Τρενάδες: Οι γκραφιτάδες που βάφουν τρένα
  • Στριτάδες: Oι street artists που συνήθως δεν έχουν σχέση με το γκραφίτι, απλώς ζωγραφίζουν στον δρόμο
  • Τερμαριλέ: όταν το έχεις παρακάνει με μια σχέση σου
  • Τερματηλέ: όταν μιλάς πολλή ώρα στο τηλέφωνο με κάποια κοπέλα
  • Τεκάν: ούτε καν
  • Κέτο: πακέτο
  • Τέπο: ποτέ
  • Μπιστάρι: σαβούρα, όταν πέφτεις
  • Ultra Κούρα: πολλή κούραση
  • Ποτατί: τίποτα
  • Ζειπαί ποτατί: παίζει τίποτα;
  • Έλα και πού;: Έλα και πού είσαι;
  • Σάκης, Σάκαρος, Σακ: o βλάκας, ο χαζός
  • Καπάκια, στα καπάκια: όταν χώνεται ο ένας μετά τον άλλο στο spot για να κάνουν κάποιο skate trick
  • Ντουφέκι, πιστόλι: όταν ακυρώνεις κάτι στα μπαμ χωρίς να ενημερώσεις
  • Μονέτο: μονόφυλλος μπάφος
  • Dual analog: τα λακάκια της μέσης
  • Προφάνουσλυ: προφανώς
  • Έκανα diss: έκανα disrespect, δείχνω ασέβεια
  • Ντόπα: ναρκωτικό
  • Είμαι στην τσίτα: είμαι σε ένταση, σε ετοιμότητα
  • Γράφω ένα verse: γράφω έναν στίχο
  • Κάνω beef: μονομαχώ με λέξεις, μαλώνω με κάποιον, ξεκινάω διαμάχη
  • Κάνω flex: κάνω επίδειξη
  • Έχω το sauce: η λέξη sauce περιγράφει το στυλ που έχει κάποιος και τον αέρα που αποπνέει
  • Esketit (εσκίτιτ): ας πάρουμε κάτι, ας καταφέρουμε κάτι
  • Salute (σαλούτ): γεια, χαιρετισμός
  • Jet (τζετ): τέλεια
  • Yanamsayin (γιαναμσέιινγκ): καταλαβαίνεις τι εννοώ
  • Fam (φαμ): οικογένεια
  • Aight (άιτ): εντάξει
  • Bro (μπρο): αδελφός, κάποιος που εκτιμάς
  • Chill (τσιλ): χαλαρά
  • Gang (γκανγκ): ομάδα, παρέα
  • Hustlin (χάσλιν): όταν δουλεύεις έξυπνα για να βγάλεις χρήματα
  • Φίδια: αυτοί που προσπαθούν να σε εκμεταλλευτούν ή να σε προδώσουν