Τα Βορίζια του Ηρακλείου, ένα μικρό χωριό στους νότιους πρόποδες του Ψηλορείτη, ξαναβρέθηκαν στο επίκεντρο της επικαιρότητας ύστερα από το αιματηρό περιστατικό του περασμένου Σαββάτου (1 Νοεμβρίου), που στοίχισε τη ζωή σε δύο ανθρώπους και άφησε πίσω του έξι τραυματίες.
Η Κρήτη θρηνεί ξανά, και μαζί της ξυπνούν μνήμες από το παρελθόν — τότε που η έννοια της «βεντέτας» δεν ήταν σενάριο τηλεοπτικής σειράς, αλλά σκληρή πραγματικότητα.
Το ματωμένο καλοκαίρι του 1955
Ήταν 27 Αυγούστου 1955, παραμονή του Αγίου Φανουρίου, όταν το χωριό γιόρταζε με λύρες, μαντινάδες και άφθονο κρασί. Μέσα σε λίγες ώρες, το γλέντι μετατράπηκε σε σφαγή.
Ο 38χρονος δασοφύλακας Γ.Φ., που διασκέδαζε σε καφενείο του χωριού, έπεσε νεκρός από μαχαιριά στην πλάτη που του κατάφερε ο 31χρονος καφετζής και χασάπης Μ.Ε.Β. Οι λόγοι — μικροκαβγάδες, προσωπικές προσβολές ή επαγγελματικές αντιπαλότητες — παραμένουν ασαφείς.
Το πρώτο αίμα άνοιξε τον δρόμο για μια αλυσιδωτή τραγωδία. Μέσα σε λίγα λεπτά, το χωριό μετατράπηκε σε πεδίο μάχης:
ο 18χρονος Μ.Β., ξάδελφος του δράστη, σκοτώθηκε από σφαίρα στην κοιλιά· ακολούθησε ο φόνος του Μ.Λ., που βρέθηκε νεκρός στον δρόμο, χτυπημένος από πολυβόλο.
Και το μακελειό δεν σταμάτησε εκεί. Το ίδιο βράδυ, ο Θ.Λ., συγγενής του Μ.Λ., έριξε χειροβομβίδα στην αυλή του σπιτιού του πρώτου θύματος, σκοτώνοντας τρεις ακόμη ανθρώπους — τον Η.Χ., τη Μ.Χ. και τη Δ.Χ. — και τραυματίζοντας σοβαρά δεκατέσσερις.
Έξι νεκροί, δεκάδες τραυματίες, ένα χωριό βυθισμένο στο πένθος και στη σιωπή.
Οι δίκες και το «τέλος» της βεντέτας
Το 1956, το Β’ Κακουργιοδικείο Αθηνών καταδίκασε τον Μ.Ε.Β. σε κάθειρξη 20 ετών, τον Ζ.Χ. σε 10 και τον Θ.Λ. σε 25.
Χρόνια αργότερα, το 1963, με βασιλικό διάταγμα μειώθηκαν οι ποινές, ενώ ο Μ.Ε.Β. αποφυλακίστηκε το 1968, μετά από 13 χρόνια εγκλεισμού.
Οι συγγενείς των θυμάτων έζησαν με το βάρος της απώλειας — και της σιωπής. Η τοπική κοινωνία επέλεξε να μη μιλά, να μη θυμάται, να μη προκαλεί.

Η μνήμη του αίματος
Στο βιβλίο «Λόγω Τιμής – Ιστορίες Κρητικής Βεντέτας», ο δικηγόρος και συγγραφέας Δημήτρης Ξυριτάκης περιγράφει τη μεταστροφή της τοπικής παράδοσης.
Οι κάτοικοι των Βοριζίων εξακολουθούν να τιμούν τον Άγιο Φανούριο κάθε 27 Αυγούστου, αλλά χωρίς λύρα, χωρίς μαντινάδες, χωρίς κρασί και μπαλοθιές.
Η σιωπή είναι ο τρόπος τους να τιμήσουν τους νεκρούς και να θυμούνται ποια ήταν η αιτία του κακού — η μέθη, ο θυμός και το άγραφο δίκαιο της εκδίκησης.
Από τον σασμό στη μνήμη
Εβδομήντα χρόνια μετά, το ίδιο χωριό βρίσκεται ξανά στα πρωτοσέλιδα.
Οι Κρητικοί μιλούν για «σασμούς» και συμφιλιώσεις, όμως οι πληγές που αφήνει μια βεντέτα δεν κλείνουν εύκολα.
Κάθε φορά που πέφτει αίμα στα Βορίζια, η Ιστορία μοιάζει να επιστρέφει — όχι για να εκδικηθεί, αλλά για να θυμίσει πως ο κύκλος του αίματος δεν έχει νικητές.








